- δυσόμιλος
- δυσόμιλος, -ον (Α)1. αυτός με τον οποίο δύσκολα ζει κανείς μαζί2. αυτός που με την παρουσία του προκαλεί κακό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσόμιλος — δυσόμῑλος , δυσόμιλος hard to live with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόμιλον — δυσόμῑλον , δυσόμιλος hard to live with masc/fem acc sg δυσόμῑλον , δυσόμιλος hard to live with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσομίλητος — δυσομίλητος, ον (Α) ο δυσόμιλος … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek